καππέλλα

καππέλλα
καππέλλα και καμπέλα και καπέλα, ἡ (Μ)
φόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gabelle].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καπέλα — (I) καπέλα ἡ (Μ) βλ. καππέλλα. (II) φρ. μουσ. «α καπέλα» η εκτέλεση πολυφωνικής σύνθεσης χωρίς τη συνοδεία οργάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cappella «χορωδία, παρεκκλήσι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”